- Κοζάνης, νομός
- Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με τους νομούς Καστοριάς και Φλωρίνης. Πρωτεύουσα του νομού είναι η Κοζάνη.
Διοικητική διαίρεση. Ο ν.Κ. χωριζόταν παλαιότερα σε 3 επαρχίες: Boΐου (1.026 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα του νομού, με πρωτεύουσα τη Σιάτιστα· Εορδαίας (792 τ. χλμ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, με πρωτεύουσα την Πτολεμαΐδα· και Κοζάνης (1.713 τ. χλμ.) στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, με πρωτεύουσα την Κοζάνη. Ο νομός πλέον διαιρείται διοικητικά σε 16 δήμους (Κοζάνης, Αγίας Παρασκευής, Αιάνης, Ασκίου, Βελβεντού, Βερμίου, Δημητρίου Υψηλάντη, Ελιμείας, Ελλησπόντου, Καμβουνίων, Μουρικίου, Νεάπολης, Πτολεμαΐδας, Σερβίων, Σιάτιστας, Τσοτιλίου) και 3 κοινότητες (Βλάστης, Λιβαδερού, Πενταλόφου).
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Το ανάγλυφο του νομού διαμορφώνεται από τρεις επιμήκεις οροσειρές με διεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Η δυτική οροσειρά σχηματίζεται από το όρος Βόιο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου βρίσκεται στον νομό Καστοριάς. Στο κεντρικό τμήμα του νομού, εκτείνεται η οροσειρά που σχηματίζουν τα όρη Σινιάτσικο ή Άσκιο (2.111 μ.) προς Β και Βούρινος (1.866 μ.) στα Ν. Το Σινιάτσικο, το οποίο αποτελεί τη νότια προέκταση του Βέρνου, είναι στο μεγαλύτερο τμήμα του γυμνό, λόγω της γεωλογικής του κατασκευής (αποτελείται, σχεδόν αποκλειστικά, από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους). Μόνο λίγα δάση αναπτύσσονται στο βόρειο τμήμα του, κοντά στα σύνορα με τον νομό Καστοριάς, όπου εμφανίζονται πετρώματα του παλαιοζωικού αιώνα. Ο Βούρινος αποτελεί τη νότια προέκταση του Σινιάτσικου. Γεωλογικά, αποτελείται κυρίως από σερπεντινιωμένους περιδοτίτες και λιγότερο από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Στους περιδοτίτες συγκαταλέγονται και τα σπουδαιότερα κοιτάσματα χρωμίτη της Ελλάδας, καθώς επίσης αμίαντος και λευκόλιθος (μαγνησίτης). Μεταξύ Βούρινου και Σινιάτσικου δημιουργείται χαμηλός αυχένας, τον οποίο διασχίζει ο δρόμος Κοζάνης-Σιάτιστας. Ανάμεσα στις οροσειρές Βοΐου και Σινιάτσικου-Βούρινου σχηματίζεται ένα οροπέδιο, τμήμα του μεγάλου οροπεδίου που ξεκινά από τη Θεσσαλία (Μετέωρα) και φτάνει έως την Καστοριά και βορειότερα. Τα πετρώματα που συναντώνται εδώ, εντελώς διαφορετικά από τα πετρώματα των οροσειρών, αποτελούνται από μάργες, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες κλπ.· όλα αυτά αποτέθηκαν στον βυθό της παλιάς θάλασσας, η οποία ονομάζεται υπεραιγαία αύλαξ. Ο γεωλογικός σχηματισμός που συγκροτείται από το σύνολο αυτών των αποθέσεων καλείται φόλασσα. Στα ανατολικά του νομού υψώνεται το Βέρμιο, η νότια προέκταση του Βόρα. Το μεγαλύτερο τμήμα του Βερμίου καθώς και η ψηλότερη κορυφή του (Τσανακτσή, 2.052 μ.) βρίσκονται στον νομό Ημαθίας. Στην περιοχή του ν.Κ. βρίσκονται οι κορυφές (από τα Β προς τα Ν) Μπουρίκα (1.613 μ.), Ζυγάνα (1.620 μ.), Γκιώνα (1.759 μ.), Κόκκινη Μαγούλα (1.458 μ.), Φλάμπουρο (1.512 μ.) και Αγκάθι (1.650 μ.). Στην περιοχή Ν του Βερμίου υψώνονται τα Πιέρια (2.190 μ.) και νοτιότερα ακόμα ο Τίταρος (1.839 μ.), το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει στον νομό Λαρίσης. Στο νοτιότερο τμήμα του νομού υψώνονται τα Καμβούνια. Μεταξύ των οροσειρών Βερμίου και Σινιάτσικου-Βούρινου εκτείνεται το οροπέδιο Κοζάνης-Πτολεμαΐδας, μέσου ύψους 70 μ., το οποίο συνεχίζεται στα Β, στη λεκάνη Φλώρινας-Μοναστηρίου. Στη λεκάνη Κοζάνης-Πτολεμαΐδας αποτέθηκαν κατά το τριτογενές τεράστιες ποσότητες φυτικών υλών, οι οποίες στη συνέχεια μετατράπηκαν σε λιγνίτη. Η Πτολεμαΐδα αποτελεί το μεγαλύτερο λιγνιτοφόρο κέντρο της χώρας.
Βασικό υδρογραφικό στοιχείο του ν.Κ. είναι ο Αλιάκμονας, ο οποίος διαρρέει ολόκληρο τον νομό, συγκεντρώνοντας τα νερά των δύο οροπεδίων μέσω των παραποτάμων του, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι ο Πραμορίτσας και ο Ντραμπουτιώτικος.
Περικλεισμένη από βουνά, η περιοχή του ν.Κ. βρίσκεται παντελώς αποκλεισμένη από τη θάλασσα και από οποιαδήποτε επίδραση θα μπορούσε αυτή να της ασκήσει. Γι’ αυτό, το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό και το χαρακτηρίζουν μεγάλο ετήσιο θερμομετρικό εύρος (υπερβαίνει τους 22°C) πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη χειμερινή εποχή και σχετικά υψηλές κατά την καλοκαιρινή, συχνοί παγετοί, ομοιόμορφη μάλλον κατανομή της βροχής κατά τους διάφορους μήνες και συχνό χιόνι. Η θερμοκρασία του αέρα παρουσιάζει απλή ετήσια πορεία. Ο παγετός, δηλαδή η πτώση της θερμοκρασίας υπό το μηδέν, είναι σύνηθες φαινόμενο της ψυχρής εποχής, που κάποιες φορές μάλιστα διαρκεί ολόκληρη την ημέρα. Οι ελάχιστες θερμοκρασίες κατεβαίνουν συχνά υπό τους –10°C (στις 19 Φεβρουαρίου 1921 έφτασε –19°C). Στη διάρκεια της θερμής εποχής η θερμοκρασία αγγίζει και υπερβαίνει τους 40°C. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνεμοι, μικρής κυρίως έντασης, φτάνουν θερμοί στην περιοχή, καθώς αυτή είναι αποκλεισμένη από τη θάλασσα. Το ημερήσιο θερμομετρικό εύρος, που τον χειμώνα είναι μικρό, το καλοκαίρι υπερβαίνει τους 10°C. Η μέση σχετική υγρασία του αέρα κυμαίνεται μεταξύ 65 και 70 βαθμών της υγρομετρικής κλίμακας. Η μέση ετήσια τιμή της νέφωσης είναι 4,8 (κλίμακα 1-10), δηλαδή ο ν.Κ. είναι από τις πιο νεφελώδεις περιοχές της χώρας. Κατάμέσο όρο, 90 ημέρες του έτους είναι αίθριες και 77 νεφοσκεπείς. Η βροχή κατανέμεται μάλλον ομοιόμορφα, κατά τη διάρκεια του έτους, έτσι ώστε ουσιαστικά δεν υπάρχει ξηρή εποχή, αφού οι ξηρότεροι μήνες, Ιούλιος και Αύγουστος, παρουσιάζουν ύψη βροχής, αντίστοιχα 38,1 και 24,6 χιλιοστά. Μικρά σχετικά ύψη βροχής εμφανίζονται από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο, αλλά αυτό οφείλεται στη συχνότητα του χιονιού, το οποίο αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο. Τα πρώτα χιόνια εμφανίζονται στα βουνά μερικές φορές από τα μέσα Σεπτεμβρίου, ενώ τα τελευταία υποχωρούν στις αρχές Ιουνίου. Το χαλάζι παρουσιάζει σχετικά μεγάλη συχνότητα κατά τους μήνες Απρίλιο-Ιούνιο, δηλαδή την περίοδο που δημιουργούνται οι θερμικές καταιγίδες. Άνεμοι επικρατούν, γενικά, του βόρειου τομέα, και εκτός από τους γενικούς ανέμους, σε πολλές περιοχές του νομού σχηματίζονται και οι αύρες των ορέων και των κοιλάδων.
Οικονομία. Η οικονομία του ν.Κ., έως τη δεκαετία του 1960, βασιζόταν αποκλειστικά στη γεωργία. Στο τέλος όμως αυτής της δεκαετίας, εξαιτίας της αξιοποίησης του υπόγειου πλούτου και κυρίως των λιγνιτών της περιοχής Πτολεμαΐδας, ο νομός εξελίχθηκε στον περισσότερο βιομηχανικά ανεπτυγμένο νομό της Μακεδονίας μετά από εκείνον της Θεσσαλονίκης.
Το έδαφος είναι, κατά κύριο λόγο, ορεινό. Βασικά προϊόντα είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η φακή, ο καπνός και η πατάτα. Αυξημένη είναι και η ζωοκομική παραγωγή, ενώ δεν υφίσταται δασικός πλούτος, αφού η καλυπτόμενη από δάση έκταση είναι πολύ μικρή, μολονότι το έδαφος είναι ορεινό.
Στην περιοχή της Πτολεμαΐδας εντοπίζονται τα μεγαλύτερα αποθέματα λιγνίτη της χώρας. Υπολογίζεται ότι τα συνολικά αποθέματα των λεκανών της τάφρου της Πτολεμαΐδας συνιστούν το 78% της λιγνιτικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Ο νομός, γενικά, είναι αραιοκατοικημένος, ενώ τον στιγμάτισε ιδιαίτερα το φαινόμενο της εξωτερικής μετανάστευσης του πληθυσμού.
Ιστορία. Μια λίθινη αξίνα της παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκε κοντά στο Παλαιόκαστρο και η οποία έχει χαρακτηριστεί ως το αρχαιότερο εργαλείο που έχει βρεθεί έως τώρα σε ελληνικό έδαφος, ανάγει την ύπαρξη ζωής στον ν.Κ. στα παλαιολιθικά χρόνια. Αργότερα, στη νεολιθική εποχή, η περιοχή διέθετε πολλούς οικισμούς και στα ιστορικά χρόνια αναπτύχθηκαν σε επίκαιρες θέσεις αρκετά πολίσματα.
Στον ν.Κ., ο οποίος ταυτίζεται σχεδόν ολόκληρος με την αρχαία Ελίμεια, εγκαταστάθηκαν στην αρχή μακεδονικά φύλα. Έως το ξέσπασμα των περσικών πολέμων δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περιοχή, εκτός από δύο μυθικά ονόματα, του Ελύμου, οικιστή της Ελιμείας, και του γιου του Αιανού, ιδρυτή της Αιανής. Το πρώτο γνωστό ιστορικό πρόσωπο είναι ο Αρριδαίος, του οποίου η οικογένεια ηγεμόνευσε στην Ελιμεία μέχρι την υποταγή της στο μακεδονικό κράτος του Φίλιππου B’. Στα χρόνια της μεγάλης μακεδονικής δόξας πολλοί Ελιμιώτες κατείχαν σημαντικές θέσεις κοντά στον Φίλιππο B’ και στον Μέγα Αλέξανδρο.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση (168 π.Χ.) η περιοχή της Κ. αποτέλεσε το τέταρτο από τα τέσσερα αυτόνομα τμήματα στα οποία χωρίστηκε η Μακεδονία. Στη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής και στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, τα πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν πως η ζωή συνεχίστηκε με αξιοσημείωτη ένταση και ότι η συμμετοχή των κατοίκων στην ιστορία του μακεδονικού χώρου ήταν πραγματική και ουσιαστική.
Επί Ιουστινιανού, πολλά φρούρια επισκευάστηκαν, ενώ ιδρύθηκαν και νέα. Από τον 10o αι. και μετά, η περιοχή, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, υπέστη τις επιδρομές των Βουλγάρων, των Νορμανδών, των Φράγκων κ.ά., και, μετά το 1204, παρακολούθησε την αγωνία της επιβίωσης και τελικά τη διάσπαση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τον 14o αι., κατέλαβε την περιοχή ο Στέφανος Ντουσάν και στα τέλη του αιώνα περιήλθε στα χέρια των Τούρκων, στους οποίους παρέμεινε μέχρι το 1912.
Κατά την τουρκοκρατία, σε πολλές πόλεις διακόπηκε η αποκλειστική ενασχόληση με την κτηνοτροφία και τη γεωργία και οι κάτοικοι επιδόθηκαν στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Ταξίδευαν, ανέπτυσσαν εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη και η νέα μεγαλοαστική τάξη που συστάθηκε αυτή την εποχή έχτιζε, κυρίως, στη Σιάτιστα και στην Κοζάνη, επιβλητικά αρχοντικά. Την ίδια εποχή ιδρύθηκαν πολλά πνευματικά ιδρύματα.
Αρχαιολογία-μνημεία. Στον ν.Κ. δεν έχουν πραγματοποιηθεί μεγάλες και συστηματικές ανασκαφές, γι’ αυτό δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί σύνολα αρχαίων πόλεων. Οι προϊστορικοί, ωστόσο, οικισμοί, το πλήθος των κάστρων, τα νεκροταφεία αρχαίων πόλεων, τα ερείπια κτιρίων, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες καθώς και ο μεγάλος αριθμός των αρχαιολογικών ευρημάτων –επιτύμβιες στήλες, ανάγλυφα, αρχιτεκτονικά μέλη, αγγεία, χρυσά κοσμήματα κλπ.– που διαρκώς αποκαλύπτονται σε πλήθος θέσεων, επιβεβαιώνουν ότι η περιοχή είχε μια έντονη ζωή σε ολόκληρη τη διαδρομή της ελληνικής ιστορίας. Σχετικά με το αρχαιολογικό ενδιαφέρον της περιοχής, αναφέρεται ενδεικτικά η Κοζάνη, όπου, με αφορμή κυρίως τη διάνοιξη δρόμων, έχουν ανακαλυφθεί προϊστορικά όστρακα, κλασικό και ρωμαϊκό νεκροταφείο, λείψανα τείχους και κτιρίων στο ύψωμα του Αγίου Ελευθερίου και άλλα ευρήματα σε διάφορα σημεία της πόλης. Το σύνολο αυτών των αρχαιολογικών αντικειμένων βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νομού, καθώς και σε μικρότερες συλλογές άλλων οικισμών της περιοχής (στην Αιανή, στη Σιάτιστα, στο Τσοτίλι, στο Αξιόκαστρο, στην Καισάρεια, στους Λικνάδες κ.α.).
Προϊστορικοί οικισμοί, με σημαντική παραγωγή ευρημάτων –κυρίως θραύσματα αγγείων και εργαλεία– έχουν εντοπιστεί στα Σέρβια, στο Παλαιόκαστρο, στην Κοζάνη, στην Αμυγδαλιά, στην Κοιλάδα, στον Βελβεντό, στο Τσοτίλι, στην Αιανή κ.α.
Όσον αφορά την προκλασική εποχή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κάστρα, τα οποία είναι χτισμένα σε υψηλές και δυσπρόσιτες θέσεις· πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Εράτυρας και του Πελεκάνου –Πέλκα– σώζονται επτά τέτοια φρούρια.
Τα ευρήματα των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων είναι πλούσια. Εκτός από την πόλη της Κοζάνης, έχουν ανακαλυφθεί στους Πύργους θεμέλια αρχαίου κτιρίου, στη Λάβα κτίσμα με ψηφιδωτό δάπεδο, στον Κόμανο λείψανα ρωμαϊκού λουτρού και άλλων κτισμάτων, στο Άργος Ορεστικό καμαρωτοί τάφοι και ψηφιδωτό δάπεδο, στη Νεράιδα κιβωτιόσχημοι τάφοι, στην Καισάρεια σαρκοφάγοι και ψηφιδωτό δάπεδο, στην Ασβεστόπετρα αρχιτεκτονικά μέλη και, σε πολλές άλλες θέσεις μέσα στον νομό, μέλη αγαλμάτων, επιγραφές, αγγεία, νομίσματα κλπ.
Από την παλαιοχριστιανική εποχή, σημαντικά είναι τα ερείπια των ναών που αποκαλύφθηκαν στο Βοσκοχώρι, στην Ακρινή και στην Αγία Παρασκευή. Το μνημείο της Ακρινής (5ος αι.) αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της συγκεκριμένης εποχής. Αρχιτεκτονικά, ανήκει στον τύπο του τρίκογχου ναού και η διακόσμησή του αποτελείται από μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά με συμβολικές παραστάσεις. Στο κατώφλι, που οδηγεί από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό, απεικονίζεται η σπάνια παράσταση δώδεκα περιστεριών με ποικιλόχρωμα φωτοστέφανα, τα οποία συμβολίζουν τους δώδεκα Αποστόλους. Στο Βοσκοχώρι και στην Αγία Παρασκευή, οι ναοί είναι βασιλικές και, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην παλαιοχριστιανική εποχή, τα δάπεδά τους κοσμούνται με ψηφιδωτά.
Τα σημαντικότερα μνημεία της βυζαντινής περιόδου είναι αυτά που βρίσκονται στα Σέρβια και στην Αιανή. Στην Αιανή, σώζονται δύο ναοί, εκ των οποίων ο ένας, ο ναός της Παναγίας, βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και χρονολογικά ανήκει στην περίοδο των Κομνηνών αφού παρουσιάζει μορφολογικά στοιχεία που τον συνδέουν με την Κωνσταντινούπολη. Λίγο έξω από το χωριό βρίσκεται η τρίκλιτη ανατολίζουσα βασιλική του Αγίου Δημητρίου, η οποία φέρει στο εσωτερικό τοιχογραφίες του 15ου αι., αλλά κάτω από αυτές διακρίνεται, σε ορισμένα σημεία, το αρχικό στρώμα της τοιχογράφησης, αυτό δηλαδή που δημιουργήθηκε μαζί με το κτίσμα και χρονολογείται στα τέλη του 11ου αι. Κοντά στον Άγιο Δημήτριο σώζεται μισογκρεμισμένος ο ναΐσκος του Αγίου Νέστορα και στα ΒΑ του χωριού υπάρχουν δύο μικρές ξυλόστεγες μονόκλιτες βασιλικές, η εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ και εκείνη του Αγίου Νικολάου. Αυτές οι τρεις μικρές εκκλησίες διατηρούν τοιχογραφίες του 16ου αι., έργα του ζωγράφου Ζαχαρία, που στην τεχνοτροπία παρουσιάζουν ομοιότητες με έργα στο Άγιον Όρος.
Στα τέλη του ίδιου αιώνα (1591) διακοσμήθηκε με αξιόλογες τοιχογραφίες η μονόκλιτη βασιλική του Αγίου Νικολάου στον Βελβεντό. Το πιο σημαντικό στοιχείο αυτού του μνημείου είναι το σύγχρονο με την τοιχογράφηση ξυλόγλυπτο τέμπλο, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση και αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό χρονολογημένο τέμπλο της τουρκοκρατίας.
Ο 16oς αι., αλλά κυρίως ο 17oς και ο 18oς έχουν κληροδοτήσει στον ν.Κ. πλήθος μνημείων. Στη Σιάτιστα, στο Μικρόκαστρο, στον Πεντάλοφο, στην Εράτυρα, στο Σισάνιο, στο Τριγωνικό, στην Κοζάνη, στη Βλάστη και, γενικά, στα περισσότερα χωριά του νομού συναντά κανείς χαρακτηριστικές μεταβυζαντινές εκκλησίες με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες, περίτεχνα ξυλόγλυπτα τέμπλα, φορητές εικόνες και άλλα κειμήλια. Παράλληλα, στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως στη Σιάτιστα, διατηρούνται πολλά αρχοντικά.
Στη μονόκλιτη βασιλική του Αγίου Νικολάου, στο Βελβενδό του νομού Κοζάνης, διατηρείται σε άριστη κατάσταση το αρχαιότερο έως σήμερα, γνωστό χρονολογημένο (1591) τέμπλο της τουρκοκρατίας. Στη φωτογραφία, τμήμα του τέμπλου.
Τοιχογραφίες στο εσωτερικό της βασιλικής του Αγίου Νικολάου, στο Βελβενδό του νομού Κοζάνης.
Τα Σέρβια, κωμόπολη του νομού Κοζάνης, συγκεντρώνουν ένα αξιόλογο σύνολο μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Κοντά στον ορεινό οικισμό Τσοτίλι του νομού Κοζάνης έχουν επισημανθεί λείψανα αρχαίου οικισμού, που φαίνεται να επέζησε από την αρχαϊκή έως την πρωτοβυζαντινή εποχή.
Η αρχαία πόλη Αιανή, στο νότιο τμήμα του νομού Κοζάνης, κοντά στον ομώνυμο οικισμό, υπήρξε μία από τις κυριότερες μακεδονικές πόλεις, με συνεχή ζωή από τους προϊστορικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους.
Άποψη του ατμοηλεκτρικού σταθμού στην Κοζάνη (φωτ. ΑΠΕ).
Η Πτολεμαΐδα, στο βόρειο τμήμα του νομού Κοζάνης, είναι το μεγαλύτερο λιγνιτοφόρο κέντρο της χώρας.
Κατάλοιπα νεολιθικού συνοικισμού κοντά στα Σέρβια του νομού Κοζάνης.
Με τα εξαιρετικά αρχιτεκτονικά της κατάλοιπα, την υψηλή πνευματική της παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά της, η Σιάτιστα αποτελεί έναν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα χώρο μελέτης του νεοελληνικού πολιτισμού.
Ο ποταμός Αλιάκμονας διαρρέει ολόκληρο τον νομό Κοζάνης, αποτελώντας το βασικότερο υδρογραφικό στοιχείο του.
Το Σινιάτσικο, στο κέντρο του νομού Κοζάνης.
Στα ανατολικά του νομού Κοζάνης υψώνεται το Βέρμιο, η νότια προέκταση του Βόρα.
Dictionary of Greek. 2013.